- στραβοπάτημα
- το, Ν [στραβοπατώ]1. παραπάτημα, πάτημα κατά το οποίο δεν προσαρμόζεται το πέλμα κανονικά στο έδαφος2. στράβωμα τού παπουτσιού από αδέξιο βάδισμα3. μτφ. σφάλμα, παρεκτροπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στραβοπάτημα — το 1. παραπάτημα. 2. σφάλμα: Με το πρώτο στραβοπάτημα θα απολυθείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπάτημα — το [παραπατώ (II)] 1. ολίσθημα, στραβοπάτημα 2. κλονισμός κατά το βάδισμα, τρίκλισμα 3. μτφ. παρεκτροπή, παράπτωμα … Dictionary of Greek
παραπάτημα — το 1. το στραβοπάτημα, τρίκλισμα, γλίστρημα: Κι αρχίζουν τα παραπατήματα, και τότε πια βλαστήμα τα (λαϊκός στίχος). 2. σφάλμα ηθικό: Το παραπάτημά σου αυτό είναι αδικαιολόγητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)